ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΠΟΣΕ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ΒΑΓΓΕΛΗ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ & ΠΟΠΟΚΠ ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΥΡΟΥΚΛΗ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΤΗΣΙΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΑΔΕΔΥ ΣΤΙΣ 14 & 15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018 ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Αγαπητές συναδέλφισσες, αγαπητοί συνάδελφοι,

Στις 12 Ιανουαρίου 2016, λίγες μόλις μέρες μετά την παρουσίαση της «πρότασης Κατρούγκαλου» για την Κοινωνική Ασφάλιση, με βάση την οποία διαμορφώθηκε και ψηφίστηκε τέσσερις μήνες αργότερα ο ν.4387/16, η ΑΔΕΔΥ δημοσιοποίησε ένα αναλυτικό και απόλυτα εύστοχο, όπως αποδείχτηκε, κείμενο θέσεων και εκτιμήσεων σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα (παραπομπή), όπου μεταξύ άλλων ανέφερε τα εξής: «Πρόκειται για μια συνολική αντεργατική – αντιασφαλιστική αναδιάρθρωση, όχι απλά για κάποια νέα μέτρα που προστίθενται στα προηγούμενα, που διαλύει ό,τι έμεινε όρθιο από το Δημόσιο αλληλέγγυο ασφαλιστικό σύστημα, μετατρέποντάς το σε ανταποδοτικό με κατεύθυνση να γίνει πλήρως κεφαλοποιητικό». [1]  Ταυτόχρονα δε, αναδείκνυε τη συγκεκριμένη πρόταση ως συνέχεια της προηγούμενης «ολιστικής» νομοθετικής παρέμβασης, η οποία ουσιαστικά αποτέλεσε το πιο καθοριστικό ρήγμα στην υφιστάμενη μέχρι τότε αρχιτεκτονική του συστήματος, αναφέροντας σχετικά: «Με το σχέδιο που παρουσίασε η Κυβέρνηση, αλλάζει προς το χειρότερο τον αντιασφαλιστικό Νόμο 3863/2010 (Λοβέρδου – Κουτρουμάνη), με τον οποίο για πρώτη φορά η σύνταξη «έσπασε» στα δύο: ένα τμήμα της καταβάλλεται υπό προϋποθέσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό και το άλλο προκύπτει αναλογικά προς τα χρόνια ασφάλισης και το μισθό του ασφαλισμένου».

Σήμερα, δύο σχεδόν χρόνια μετά τη σταδιακή εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου και πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση σχετικών αναλυτικών παραδειγμάτων και στοιχείων, θεωρούμε αναγκαία μια συνοπτική αναφορά στις ποιοτικές αλλαγές που προσδιορίζουν και καθορίζουν πλέον το ασφαλιστικό σύστημα στη χώρα μας. Θα επιχειρήσουμε επίσης μια σύντομη γενικότερη αναφορά στο θεσμό της Κοινωνικής Ασφάλισης με βάση τα ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα, σε συνδυασμό με την πολιτική πείρα και τα συμπεράσματα για το παρόν και το μέλλον τα οποία, ιδιαίτερα στη δεκαετία που διανύουμε, αναδεικνύονται και αποκρυσταλλώνονται καθημερινά σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα του κόσμου της εργασίας.

Η ανάδειξη του ζητήματος λαμβάνει υπόψη της, όπως αρμόζει σ’ ένα εργατικό συνδικάτο, τη θέση των εργαζομένων στη σφαίρα της παραγωγής και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους που θα επέλθει μέσα από νέους αγώνες για τη διεκδίκηση επέκτασης της ασφαλιστικής και ιατροφαρμακευτικής κάλυψης όλων των πολιτών. Παρακάμπτουμε τόσο τις δεκαετίες πριν από το 1930, όπου τυπικά δεν υφίσταται κάποια μορφή καθολικής ασφαλιστικής κάλυψης, όσο και όλες τις δίχως ουσιαστικό περιεχόμενο, όπως αποδείχθηκε, εναλλακτικές θεωρητικές αναφορές ή αναφορές διαχειριστικού χαρακτήρα μέχρι και σήμερα. Θα αναφερθούμε σε αυτή την ιστορική περίοδο, τουλάχιστον σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, αρχής γενομένης από την όξυνση της πάλης των εργαζομένων και φτάνοντας έως και τη σύγχρονη εποχή όπου έχει διαμορφωθεί ένα εντελώς διαφορετικό εσωτερικό και διεθνές κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον.

Η Κοινωνική Ασφάλιση καθιερώθηκε στην Ελλάδα διστακτικά από «οιονεί» κυβερνήσεις εκτάκτου ανάγκης υπό τον Ελ. Βενιζέλο (ν.5733/32) και τον Π. Τσαλδάρη (ν.6296/34) – αυτός ο νόμος εφαρμόστηκε τελικά από τον Ι. Μεταξά τον Δεκέμβριο του 1937. «Κακοποιήθηκε» διαχρονικά και, τελικά αναιρέθηκε, από αντίστοιχες σύγχρονες κυβερνήσεις εκτάκτου ανάγκης, που ουσιαστικά κατάφεραν να ανατρέψουν το όποιο αρχικό «κεκτημένο» εκμεταλλευόμενες την ιστορική συγκυρία και επιχειρώντας είτε άμεσα είτε έμμεσα να επαναφέρουν συνολικά για λογαριασμό του κεφαλαίου ένα γενικότερο καθεστώς εργασιακής βαρβαρότητας και απόλυτης υποταγής.

Το πλαίσιο της πολιτικής αναγκαιότητας για την αποδοχή και την καθιέρωση του θεσμού έχει θέσει ο Ελ. Βενιζέλος ήδη στην Aναθεωρητική Bουλή του 1910, απαντώντας σε βουλευτή της παράταξής του για τα ανοίγματα υπέρ των αγροτών και των εργαζομένων: «Σφάλλει όταν νομίζει (ο βουλευτής) ότι η δύναμις του αστικού καθεστώτος είναι να μη βλέπει τον κίνδυνον ο οποίος επέρχεται κατά τον εικοστό αιώνα από τα κάτω, κίνδυνον του οποίου ένα μόνον μέσον έχει να προλαμβάνη τας εκρήξεις – διά της εγκαίρου ικανοποιήσεως των δικαίων αξιώσεων των εργατών».

Βρισκόμαστε μια δεκαετία περίπου μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στην περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929-30, λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη χρεοκοπία της «Μεγάλης Ιδέας». Μια νέα απειλητική για το καθεστώς κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα προβάλλει μέσα από αργές διεργασίες ταξικής συνειδητοποίησης των καταπιεζόμενων τάξεων. Η ελληνική αστική τάξη και ο αστικός πολιτικός κόσμος ενσωματώνουν άμεσα ως κυρίαρχο ιδεολόγημα στο νέο συνεκτικό πολιτικό τους μύθο την απειλή του «εσωτερικού εχθρού» («προφητικά» σε μεγάλο βαθμό, αφού αντικειμενικά ακόμη δεν είχε τεθεί τέτοιο ζήτημα). Ακολουθεί η κήρυξη του προσωρινού «χρεοστασίου» στις 18 Απριλίου 1932 και λίγο αργότερα στις 19 Μαΐου η κατάθεση στη Βουλή του νομοσχεδίου σχετικά με την εφαρμογή «γενικευμένου συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης» όπου αποτέλεσε το νομοθέτημα που αναφέραμε παραπάνω. Η σκοπιμότητα την οποία υπηρέτησε, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο, όπως εν τάχει περιγράψαμε. Την ίδια ακριβώς σκοπιμότητα, υπηρέτησε η επανεξέταση – ψαλίδισμα που οδήγησε στον αντίστοιχο νόμο του Τσαλδάρη σε συνθήκες κλιμάκωσης της πίεσης του εργατικού κινήματος και σε μεγάλο βαθμό, αλλά με άλλο «περιτύλιγμα», η εφαρμογή του από το Μεταξά. Σε καμιά περίπτωση, βέβαια, δεν αφορούσε στο σύνολο των εργαζομένων, ενώ επί δικτατορίας Μεταξά έχουμε την πρώτη εκτεταμένη υφαρπαγή αποθεματικών, συγκεκριμένα του ΙΚΑ.

Οφείλουμε, βέβαια, να επισημάνουμε ότι η καθιέρωση της Κοινωνικής Ασφάλισης δεν αποτέλεσε συγκροτημένη και σε ισχυρό βαθμό συνειδητή διεκδίκηση λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του εργατικού κινήματος τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Αυτό προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό την αποσπασματικότητα, τις στρεβλώσεις και αρκετές από τις «κακοδαιμονίες» του συστήματος, που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. «Στρεβλές» και άνισες αντίστοιχα ήταν, διαχρονικά, και οι παραχωρήσεις από την πλευρά των Κυβερνήσεων που εν πολλοίς αντανακλούν υπαρκτές ανωμαλίες, αντιφάσεις και ανισότητες στην ανάπτυξη του ίδιου του συνδικαλιστικού κινήματος.

            Περνάμε τώρα στη μεταπολεμική εποχή όπου εμφανίζεται παγιωμένος ένας νέος διεθνής συσχετισμός δυνάμεων. Στη βάση κυρίως αυτού του συσχετισμού, οι αστικές τάξεις και οι κυβερνήσεις των χωρών της δύσης υπό την πίεση και της δικής τους εργατικής τάξης, αποδέχονται την ύπαρξη και τη διεύρυνση του ρυθμιστικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων και του Κοινωνικού Κράτους. Παράλληλα, στη σκιά ακόμη της κρίσης του 1929, σειρά οικονομικοπολιτικών φραγμών μεταξύ των εθνικών οικονομιών, διεθνών θεσμών και κανόνων δημιουργούν την ψευδαίσθηση του «εξημερωμένου» καπιταλισμού των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Όλα τα παραπάνω βέβαια, όπως ήταν αναμενόμενο, διαβρώθηκαν ταχύτατα από τη στρατηγική των πολυεθνικών επιχειρήσεων, την πίεση του τραπεζικού και χρηματιστηριακού χρήματος για ανεξέλεγκτη κίνηση και από μια σειρά άλλους ιστορικούς παράγοντες μείζονος σημασίας, με αποτέλεσμα την ιλιγγιώδη κινητικότητα των διεθνών κεφαλαίων από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα.

Ο καπιταλισμός προβάλλει ξανά όπως εκείνο που πραγματικά είναι, βάναυσος και ανελέητος, αποβάλλοντας ρυθμίσεις και περιορισμούς ξένους προς αυτόν. Αποκλειστικά με όρους δύναμης, εκλαμβάνοντας την κατάσταση στην πραγματική της διάσταση τη δεδομένη στιγμή, παραλείποντας κενές φλυαρίες περί ιδανικών καταστάσεων και ισορροπιών εντός της επικράτειάς του. Θέτοντας συγκεκριμένα προκρίματα και προτάγματα επί συγκεκριμένων στόχων, ίδιων μ’ εκείνους των προηγούμενων «χρυσών» δεκαετιών της πλήρους ασυδοσίας. Αδιαφορώντας ή χλευάζοντας κάθε αφηρημένη αρχή και γενική σκέψη ως ρομαντική και αφελέστατη άρνηση της πραγματικότητας.

Για να επανέλθουμε όμως στο ζήτημα του θεσμού της Κοινωνικής Ασφάλισης, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 σε περιβάλλον Ε.Ε. και Μάαστριχτ με βέβαιη την πεποίθηση για το «τέλος της ιστορίας», αρχίζει η «αποσυναρμολόγησή του». Στην αρχή, όχι με επίθεση Θατσερικού τύπου αλλά σταδιακά, κομμάτι – κομμάτι. Μητσοτάκης και «νεοφιλελευθερισμός», Σημίτης και «εκσυγχρονισμός», Σπράος, Γιαννίτσης και «λοιπές δυνάμεις». Ευθυγραμμισμένοι όλοι με τη νέα θρησκεία της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης του «μη μισθολογικού κόστους» και χρησιμοποιώντας όλοι ως άλλοθι για τον περιορισμό των παροχών τη βιωσιμότητα του συστήματος. Ωστόσο, ήταν οι ίδιοι που συνέχιζαν να το υπονομεύουν. Δεν είναι μόνο το χρηματιστήριο και τα δομημένα ομόλογα ως συνέχεια της καταλήστευσης των αποθεματικών περασμένων δεκαετιών και των μηδενικών επιτοκίων του ν. 1611/50. Είναι η προκλητική αδιαφορία τους και η εγκατάλειψη μέχρι «παρεξηγήσεως» της υπόθεσης των εσόδων, αναζητώντας μόνιμα τη λύση στο μέρος των δαπανών. Είναι οι προνομιακές ρυθμίσεις, τα προγράμματα εθελουσίων εξόδων των προς ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων, που επιβάρυναν το σύστημα, και όχι τους επιχειρηματίες και πολλά άλλα.

Η οικονομική κρίση του 2008, η νέα χρεοκοπία και η υπογραφή του μνημονίου, επιτάχυναν τις διαδικασίες καταστροφής του ασφαλιστικού συστήματος. Είναι εδώ ακριβώς που εμφανίζεται το νέο αστικό πολιτικό ιδεολόγημα υπό τη μορφή των «υπαρξιακών» διλημμάτων της παραμονής στην Ε.Ε, στην ευρωζώνη κ.λ.π. πλαισιωμένο με την αντίστοιχη ιδεολογική τρομοκρατία. Η δικαιολογητική βάση δηλαδή για το νέο κράτος εκτάκτου ανάγκης.

Η Κοινωνική Ασφάλιση, τα ασφαλιστικά δικαιώματα, οι παροχές και οι υποχρεώσεις του κράτους συνδέονται άμεσα με στόχους δημοσιονομικούς και με το ν.3863/10 επιχειρείται να δοθεί «οριστική λύση», πλήρης αλλαγή δηλαδή της φυσιογνωμίας του συστήματος. Η διστακτικότητα όμως του νομοθέτη, αποκλειστικά για λόγους πολιτικού κόστους και πολιτικής διαχείρισης τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καθιστά το νόμο ανεπαρκή για τους δανειστές αφού η πλήρης εφαρμογή του ολοκληρώνεται στο μακρινό 2050. (Αποφεύγουμε οποιαδήποτε αναφορά στα μέτρα του «μέιλ Χαρδούβελη» που δήθεν εξασφάλιζαν τη βιωσιμότητα του συστήματος, επειδή πρόκειται για εντελώς αστεία υπόθεση). Ύστερα λοιπόν από αλλεπάλληλες περικοπές των κάθε είδους συνταξιοδοτικών παροχών από διαδοχικές Κυβερνήσεις (Παπανδρέου – Παπαδήμου – Σαμαρά), είναι η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ που αναλαμβάνει την αποστολή της άμεσης εφαρμογής. Αναφερόμαστε στο ν.4387/16, όπου εκτός των άλλων, έθεσε πιο γερά και αποτελεσματικά τα θεμέλια της πλήρους εξατομίκευσης και ιδιωτικοποίησης, με την εθνική σύνταξη στο ρόλο του  «φερετζέ» για τον δήθεν δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος.

Η αρχιτεκτονική και των δύο νομοθετημάτων αφορά στη δημιουργία του «κρατικού συνταξιούχου» μέσω της εθνικής σύνταξης, δηλαδή μιας προνοιακής παροχής. Η ανταποδοτική σύνταξη, στην οποία αργότερα σχεδιάζεται να ενσωματωθεί η επικουρική και το εφάπαξ, πρόκειται να αποτελέσει ως προς το ύψος της παροχή δευτερεύουσας σημασίας, μη εγγυημένης από το κράτος. Η σύνδεση δε της ανταποδοτικής σύνταξης με τις ατομικές εισφορές αφορά μόνο στον τρόπο υπολογισμού, αφού αυτή στην πραγματικότητα συνδέεται μονοσήμαντα με τα έσοδα του νέου ενιαίου ταμείου (ΕΦΚΑ). Η δυναμική βέβαια της καταβολής εισφορών και το ύψος αυτών είναι άμεσα συνδεδεμένα με το επίπεδο της απασχόλησης, των εργασιακών σχέσεων και των αμοιβών, δηλαδή πέρα για πέρα αρνητική.

Ο συνταξιούχος θα αρχίσει λοιπόν να θεωρεί δεδομένη μόνο την εθνική σύνταξη και η ανταποδοτική του θα μετατραπεί σε κυμαινόμενου ύψους βοήθημα μέσω του λογαριασμού καθορισμένων εισφορών, αλλά όχι παροχών, που θα διαθέτει στον ΕΦΚΑ. Είναι αυτή η εξατομίκευση που θα ανοίξει διάπλατα το δρόμο για τη σταδιακή κατάργηση της υποχρέωσης καταβολής εργοδοτικών εισφορών και το σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης θα στερηθεί του βασικότερου ταξικού καθορισμού του, δηλαδή ουσιαστικά θα αναιρεθεί. Από κει και πέρα, τα επαγγελματικά ταμεία και η ιδιωτική ασφάλιση θα αναλάβουν, μέσω της προσωπικής πλέον επιβάρυνσης του εργαζομένου, να αναπληρώσουν το κενό (θα επανέλθουμε παρακάτω στο συγκεκριμένο ζήτημα).

Αυτός είναι ο κεντρικός πυρήνας και η βασική στόχευση της «μεταρρύθμισης», η οποία, βέβαια, συνοδεύεται από σωρεία αντιασφαλιστικών διατάξεων. Μέσω δε του επανυπολογισμού των παλαιών συντάξεων στην ίδια ακριβώς θέση θα βρεθούν και οι παλαιοί συνταξιούχοι μέσω της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς, ανεξάρτητα από τα πολιτικά προεκλογικά τερτίπια σχετικά με την εφαρμογή της – ήδη ψηφισμένης – διάταξης. Όσο για το νέο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων, εκτός όλων των άλλων, «τιμωρεί» ή «αδιαφορεί» για τα έτη ασφάλισης πέραν της εικοσαετίας. Αποτελεί ουσιαστικά ομολογία και παραδοχή ότι για τις σημερινές και, κυρίως, τις επόμενες γενεές, ο εικοσαετής εργασιακός και ασφαλιστικός βίος κατά την ηλικία των 67 ή των 70 ετών πρόκειται να αποτελέσει «ταβάνι» ή «ιδανική» συνθήκη για τη συντριπτική πλειοψηφία των νέων εργαζομένων (βλ. πίνακες 1-4 στο Παράρτημα).

Σ’ ό,τι αφορά στα ενιαία ταμεία ΕΦΚΑ και ΕΤΕΑΕΠ, η σκοπιμότητα που θα υπηρετήσουν μεσοπρόθεσμα είναι επίσης προς την ίδια κατεύθυνση. Κλείνοντας ήδη το μάτι στους εν ενεργεία αυτοαπασχολούμενους κι ακολούθως στους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες σχετικά με τη δυνατότητα προαιρετικής ασφάλισης και δημιουργίας επαγγελματικών ταμείων, ακόμη και κύριας ασφάλισης, δημιουργείται το ζήτημα καταβολής ανταποδοτικής και επικουρικής σύνταξης στους ήδη συνταξιούχους αυτών των κλάδων. Πώς αλλιώς, λοιπόν, θα σώσουν τα προσχήματα για την καταβολή της παρά μέσω των τρεχουσών εισφορών των μισθωτών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα στους οποίους δεν θα δοθεί αντίστοιχη δυνατότητα, αλλά μόνο ως συμπληρωματική επιλογή! Αυτό, βέβαια, θα έχει ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της «πίτας» για όλους τους συνταξιούχους.

Η επείγουσα, ωστόσο, σκοπιμότητα που υπηρετούν τα δύο υπερταμεία αφορά στο νέο τρόπο υπολογισμού και στον επανυπολογισμό των παλαιών συντάξεων. Η άμεση, δηλαδή, εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου στο επίπεδο των περικοπών, κάτι το οποίο σε μεγάλο βαθμό έχει επιτευχθεί. Για την εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων, το συντεταγμένο τρόπο ολοκλήρωσης των ενοποιήσεων και τις συνθήκες εργασίας, αδιαφορούν εντελώς. Η χρηματοδότηση ακόμη και για αυτονόητες δαπάνες είναι σχεδόν μηδενική, ενώ η έλλειψη στοιχειώδους σχεδιασμού προκαλεί οργανωτικό και λειτουργικό χάος, επιβαρύνοντας σοβαρά και την καθημερινότητα των εργαζόμενων (έλλειψη υπηρεσιών καθαριότητας, κλιματιστικών κλπ). Αποδεδειγμένα δε υπονομεύουν οι ίδιοι τη διαδικασία απονομής των συντάξεων με χρηματοδότηση από το πρόγραμμα ληξιπροθέσμων οφειλών, προκειμένου να εμφανίσουν τα περίφημα «πλεονάσματα» στον ΕΦΚΑ, σε βάρος όλων όσοι περιμένουν την έκδοση της σύνταξης και των αναδρομικών τους. Όσο για το ΕΤΕΑΕΠ, 90.000 περίπου αιτήσεις συνταξιοδότησης με ασφαλιστικό χρόνο από 1/1/2015 και μετά εκκρεμούν, αφού ο «μαθηματικός τύπος» που αφορά στον υπολογισμό τους, ανακοινώθηκε μόλις τον περασμένο Μάρτιο. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι και οι δύο «ενοποιήσεις» σε οργανωτικό επίπεδο υπάρχουν μόνο «στα χαρτιά», αφού ο παλαιός διαχωρισμός των επιμέρους ταμείων εξακολουθεί να υφίσταται, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το επίπεδο συντονισμού και αποτελεσματικής λειτουργίας των συγκεκριμένων φορέων.    

Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στο ζήτημα της γενικότερης φιλοσοφίας του νέου ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποδέχεται η συντριπτική πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών κομμάτων (άλλωστε τα περισσότερα έδωσαν θετική ψήφο στο ν. 4336/15).

Ο αρχηγός της Ν.Δ. περιγράφει τις θέσεις του κόμματός του για το ασφαλιστικό εξαγγέλλοντας ουσιαστικά  το «ανάπτυγμα» του ν. 4387/16 και τη σταδιακή πλήρη παράδοση της ασφάλισης στα ιδιωτικά συμφέροντα. Από τη μεριά της η υπουργός Εργασίας κα Αχτσιόγλου θριαμβολογεί και επαίρεται – πέρα από τα μυθεύματα περί πλεονασμάτων και βιωσιμότητας του συστήματος  – για την ψήφιση και εφαρμογή ενός θεσμικού πλαισίου που κατοχυρώνει το δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος, όταν το «υποπολλαπλάσιο» του δηλαδή το νόμο Λοβέρδου – Κουτρουμάνη ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το καλοκαίρι του 2015 σωστά χαρακτήριζε «ταφόπλακα του δημόσιου χαρακτήρα της Ασφάλισης»!

Το πλέον κρίσιμο όμως ζήτημα είναι αυτό των ασφαλιστικών εισφορών, γι’ αυτό θα βάλουμε στην «εξίσωση» μια από τις πλέον καθοριστικές παραμέτρους, δηλαδή τα συμφέροντα και στους σχεδιασμούς του ΣΕΒ. Προτείνει, λοιπόν, ο ΣΕΒ και τα διάφορα παπαγαλάκια του «να καταργηθούν οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων» (6,67% επί του μικτού μισθού), θεωρώντας ότι «η κατάργηση των εισφορών των εργαζομένων, ταυτόχρονα με τη μείωση του αφορολογήτου, διατηρεί ανέπαφο το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών, και, συνεπώς, συντελεί στην αποδοχή από την κοινωνία της αναγκαίας επέκτασης της φορολογικής βάσης».

Μ’ ένα σμπάρο δηλαδή δυο τρυγόνια. Από τη μια συρρίκνωση του πρώτου πυλώνα (κύρια σύνταξη) με παγίωση για τους σημερινούς εργαζόμενους, κυρίως τους νέους, ατομικής, ιδιωτικής ασφαλιστικής «κουλτούρας» κι απ’ την άλλη ροκάνισμα της σημερινής κράτησης του 6,67% που, υποτίθεται, θα λαμβάνουν στο χέρι (αύξηση του ονομαστικού μισθού), μέσω της ήδη ψηφισμένης ή και της περαιτέρω μείωσης του αφορολόγητου. Επομένως, θα είναι μέρος του σημερινού διαθέσιμου εισοδήματος (το οποίο προφανώς δεν μένει, ανέπαφο, όπως διατείνονται) αυτό που θα υποχρεωθεί ο εργαζόμενος να καταβάλει στην ατομική του μερίδα ή σε ιδιωτικά συμβόλαια προκειμένου να θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Στην εξίσωση, βέβαια, δεν μπαίνουν – ή μπαίνουν αρνητικά –  οι σημερινοί συνταξιούχοι, αφού η προφανής απώλεια εσόδων από την κατάργηση των εισφορών των εργαζόμενων, ΘΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙ την ανταποδοτική τους σύνταξη. Η συγκεκριμένη απώλεια, βέβαια, δεν προβλέπεται να αναπληρωθεί από κρατική επιχορήγηση, αφού αυτή υποχρεωτικά θα βαίνει μειούμενη λόγω των μνημονιακών δεσμεύσεων και θα περιοριστεί σταδιακά στη δαπάνη για την εθνική σύνταξη, όπως ανέφερε πρόσφατα και η κα Αχτσιόγλου.

Ανεξάρτητα πάντως από επιμέρους προτάσεις και προσεγγίσεις, αυτό που αποτελεί διαχρονική επιδίωξη του ΣΕΒ είναι η επιβολή του σκληρού διεκδικητικού του πλαισίου, σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις και κάθε άλλου είδους υπηρέτη των συμφερόντων του, το οποίο αφορά στην οριστική κατάργηση τόσο των εργατικών όσο και των εργοδοτικών εισφορών. Φτάνει δε στο σημείο, έστω και με τον τρόπο που αναφέραμε, να «δίνει» δήθεν το κομμάτι του 6,67% των εργατικών εισφορών ως κατοχυρωμένη «οιονεί»  μισθολογική παροχή, προκειμένου να το ξεχωρίσει από το υπόλοιπο και μεγαλύτερο κομμάτι του 13,33% των εργοδοτικών εισφορών. Αυτό δεν το θεωρεί ως μέρος του μισθού – γιατί αυτό είναι στην ουσία – αλλά ούτε καν κατοχυρωμένη παροχή υπέρ των εργαζομένων. Εντέχνως το βαφτίζει επιχορήγηση άρα επιβάρυνση της επιχείρησης (μη μισθολογικό κόστος), για να απαιτήσει στη συνέχεια την πλήρη κατάργησή του. Αυτή ακριβώς η απαίτηση, πέρα από τις άμεσες συνέπειες που αναφέραμε παραπάνω, είναι που προσδιορίζει τον κατ’ εξοχήν ταξικό – από τη δική του μεριά – χαρακτήρα των  διεκδικήσεων του ΣΕΒ. Δεδομένου ότι ελαττώνεται η συνολική ποσότητα ζωντανής εργασίας (δηλ. η παραγωγή νέας αξίας) στο σύνολο της παραγωγής, αποτελεί μονόδρομο γι’ αυτούς η μείωση της αξίας του μισθού, προκειμένου μέσω της απόλυτης ή της σχετικής αύξησης του απλήρωτου έναντι του πληρωμένου μέρους της εργασίας,  να αντισταθμιστεί  η τάση μείωσης του γενικού ποσοστού  κέρδους. Αυτό, βέβαια, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο επιμέρους κλάδοι να επιτύχουν υπερκέρδη.

Δεν πρέπει επίσης να διαφύγει της προσοχής μας ότι, στην πρόσφατη ομιλία του κατά τα εγκαίνια της Έκθεσης Θεσσαλονίκης, ο κ. Πρωθυπουργός εξήγγειλε ήδη – αρχικά ως μέτρο «ανακούφισης» των ελευθέρων επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών – τη μείωση των εισφορών τους από το 20% στο 13,33%! Το πουλόβερ έχει αρχίσει δηλαδή ήδη να ξηλώνεται. Αυτό, βέβαια, σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε με τον οικονομικό στραγγαλισμό που επέβαλε ο ν.4387/16 σε μεγάλη μερίδα των παραπάνω επαγγελματικών κατηγοριών, αλλά μας προκαλεί μεγάλη εντύπωση γιατί απ’ όλες τις εναλλακτικές προτάσεις υιοθετήθηκε η συγκεκριμένη, ουσιαστικά δομικού χαρακτήρα παρέμβαση στο σύστημα.

Οι συγκεκριμένες εξελίξεις δεν αφορούν βέβαια μόνο στη χώρα μας, αφού το ζήτημα της Κοινωνικής Ασφάλισης παραμένει ανοιχτό σε ολόκληρη την Ευρώπη και όχι μόνο. Ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συστήματος κάθε χώρας, το επίπεδο ανάπτυξης και τη δημοσιονομική της κατάσταση, αντιμετωπίζεται πλέον ως περιττό βάρος. Τα ελλείμματα επίσης που δυνητικά πρόκειται να παρουσιάσουν συστήματα τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν γνώρισαν την «κακομεταχείριση» του δικού μας, αποδεικνύει πως αντίστοιχα προβλήματα εμφανίζονται και στις «καλύτερες οικογένειες».

Αποδεικνύει, επίσης, ότι αποτελεί μονόδρομο τα συμφέροντα των εργαζομένων να ταυτιστούν με τη δυναμική διεκδίκηση της «άνευ όρων» και προϋποθέσεων στήριξης και διεύρυνσης του Κοινωνικού Κράτους συνολικά, σε σύγκρουση με το υφιστάμενο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο. Διότι εντός αυτού του πλαισίου ειδικότερα ο θεσμός της Κοινωνικής Ασφάλισης έχει αρχίσει να αποτελεί «νεκρό τύπο», αφού καμιά διαχειριστική λογική και πρακτική δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα που τινάζουν στον αέρα ακόμη και αναλογιστικές μελέτες με ορίζοντα δεκαετίας.

Όσο κι αν επιχειρούν να το κρύψουν, δυνητικά θα βρεθούν αντιμέτωποι με τεράστια αδιέξοδα τόσο σε οικονομικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο ως αποτέλεσμα χαοτικών αντιφάσεων που δεν αποτελούν παρά εκφάνσεις των ίδιων των αντιφάσεων ολόκληρης της σφαίρας διανομής και, κυρίως, της ίδιας της σφαίρας παραγωγής. Αυτό βέβαια για τον κόσμο της εργασίας δεν οδηγεί απαραίτητα – και κυρίως χωρίς τη συμμετοχή του – σε κάποιου είδους αυτόματη και μονοσήμαντη εξέλιξη προς όφελός του. Στα επόμενα Μάαστριχτ, Λισσαβόνα κ.λ.π., η σκληρή απάντηση, ειδικότερα στα ζητήματα της Κοινωνικής Ασφάλισης, θα λάβει χαρακτηριστικά στα όρια του Μαλθουσιανού ρατσισμού. Είναι, βέβαια, κάτι το οποίο αποδέχονται τόσο η συντριπτική πλειοψηφία και του δικού μας πολιτικού συστήματος, όσο και οι διάφοροι καθηγητές και «ειδικοί», διαγκωνιζόμενοι ταυτόχρονα όλοι για το ποιος θα κρατήσει πιο ψηλά, για τα συμφέροντα του Κεφαλαίου, την επιγραφή στην είσοδο της κολάσεως : «Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε».

[1] Θέσεις ΑΔΕΔΥ στις 12 Ιανουαρίου 2016

ΠΙΝΑΚΑΣ 1- ΑΥΘΕΝΤΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 4387/12-5-2016
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
ΠΙΝΑΚΑΣ 3
ΠΙΝΑΚΑΣ 4
ΕΤΕΑΕΠ
ΕΤΕΑΕΠ-Εκκρεμείς Αιτήσεις

 

Πόσο χρήσιμη ήταν αυτή η ανάρτηση;

Κάντε κλικ από ένα έως πέντε αστέρια για να βαθμολογήσετε το άρθρο!

Μέση βαθμολογία 0 / 5. Καταμέτρηση ψήφων: 0

Καμία ψήφος μέχρι στιγμής!