Αθήνα 14 Δεκεμβρίου 2015
Θέμα: «Συνάφεια Μεταπτυχιακού – Διδακτορικού τίτλου σπουδών»
κ. Υπουργέ,
Στο προσφάτως κατατεθέν στη Βουλή Σχ/ν του Υπουργείου Οικονομικών, με τίτλο «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων», το άρθρο 9, παρ. 3, εδ. α προβλέπει ότι «κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης για τίτλους που έχουν χορηγηθεί μετά τη λήψη του πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προωθούνται κατά δύο (2) Μ.Κ. στην κατηγορία που ανήκουν, ενώ οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος κατά έξι (6) Μ.Κ.». Περαιτέρω, το εδ. β της παρ. 3 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι «Η κατάταξη στα Μ.Κ. της προηγούμενης περίπτωσης πραγματοποιείται μόνο όταν το περιεχόμενο των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών είναι συναφές με το αντικείμενο απασχόλησης του υπαλλήλου, όπως προκύπτει από την προκήρυξη της θέσεως κατά την πλήρωση ή την περιγραφή της θέσης εργασίας από τον οργανισμό της Υπηρεσίας. Για τη συνδρομή ή όχι της προϋπόθεσης αυτής αποφαίνεται το αρμόδιο, για την αναγνώριση των τίτλων αυτών όργανο».
Κατά το πρόσφατο παρελθόν, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους έχει γνωμοδοτήσει (με την υπ’ αρ. 15/2010) επί των προϋποθέσεων αναγνώρισης του μεταπτυχιακού ή του διδακτορικού διπλώματος ως εξής:
1) Προϋπόθεση για τη χορήγηση του επιδόματος σύμφωνα με τον (τότε) νόμο είναι η συνάφεια της απασχόλησης όχι προς τον τίτλο του μεταπτυχιακού ή διδακτορικού, αλλά προς το περιεχόμενο των σπουδών. Επομένως, ειδικά για τους διδάκτορες δεν θα ληφθεί υπόψη το θέμα της διατριβής τους, το οποίο είναι πάντοτε εξειδικευμένο, αλλά το αντικείμενο των σπουδών τους, δηλαδή ο κλάδος στον οποίον ο διδάκτορας έχει ειδικευθεί.
2) Η έννοια της συνάφειας δεν σημαίνει ούτε πλήρη, ούτε καν μερική ταύτιση του περιεχομένου των σπουδών και της απασχόλησης του υπαλλήλου. Το περιεχόμενο των σπουδών του υπαλλήλου μπορεί να είναι και ξένο προς το καθ’ εαυτό αντικείμενο της απασχόλησης του, αρκεί να περιλαμβάνεται σε μια έστω, από τις αρμοδιότητες της υπηρεσίας του.
3) Δεν είναι απαραίτητο ο υπάλληλος να ασκεί τα συγκεκριμένα καθήκοντα κατά το χρόνο που υποβάλει την αίτηση.
Αυτό σημαίνει ότι αρκεί το περιεχόμενο των σπουδών του υπαλλήλου να μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνεται σε μια, έστω, από τις αρμοδιότητες του Οργανισμού στον οποίο απασχολείται.
Ταυτόχρονα και δεδομένης της καθιέρωσης πλέον της κινητικότητας (εθελοντικής ή υποχρεωτικής) των υπαλλήλων στο Δημόσιο Τομέα, γίνεται σαφές ότι το πεδίο αυτό διευρύνεται. Η συνάφεια συνεπώς ενός μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου ενός υπαλλήλου θα πρέπει -κατά τα ανωτέρω- να κρίνεται με βάση τις αρμοδιότητες όχι μόνο του Οργανισμού στον οποίο ο υπάλληλος απασχολείται σήμερα, αλλά με βάση τις αρμοδιότητες κάθε Οργανισμού του Δημοσίου στον οποίο εν δυνάμει θα μπορούσε να μετακινηθεί μέσω της κινητικότητας.
Σε διαφορετική περίπτωση, έχουμε φαινόμενα ανισοτήτων όπου π.χ. υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, με μεταπτυχιακό απασχολούμενος σε μία Δημόσια Υπηρεσία που δεν αναγνωρίζει το μεταπτυχιακό του ως συναφές με το αντικείμενό της (της Υπηρεσίας), δεν θα πριμοδοτείται μισθολογικά και βαθμολογικά (δύο χρόνια), ενώ υπάλληλος του ίδιου κλάδου, με τον ίδιο μεταπτυχιακό τίτλο, τα ίδια έτη υπηρεσίας, ο οποίος στο πλαίσιο της κινητικότητας έχει μετακινηθεί στην προαναφερθείσα Υπηρεσία, έχει ήδη πριμοδοτηθεί με δύο χρόνια ταχύτερη εξέλιξη (μισθολογική και βαθμολογική), καθώς έχει αναγνωρίσει τον μεταπτυχιακό του τίτλο στην Υπηρεσία από την οποία προέρχεται.
Είναι προφανές ότι με τον τρόπο αυτό υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν πολλών ταχυτήτων υπάλληλοι και πολλές ανισότητες, δεδομένου ότι πέραν της διαφορετικής μισθολογικής αντιμετώπισης, η γρηγορότερη βαθμολογική εξέλιξη δίνει τη δυνατότητα ακόμα και της κρίσης σε θέσεις ευθύνης νωρίτερα για τους μεν από τους δε.
Επιπροσθέτως, υπενθυμίζουμε ότι με το ΠΔ 50/2001 όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το ΠΔ 347/2003, ΠΔ 44/2005 και το ΠΔ 116/2006, «προσόν διορισμού στον εισαγωγικό βαθμό του κλάδου ΠΕ Διοικητικός και/η Οικονομικός» ορίζεται πτυχίο ή δίπλωμα οποιουδήποτε Τμήματος ΑΕΙ της ημεδαπής, περιλαμβανομένων και των πτυχίων ή διπλωμάτων του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ) και των Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (ΠΣΕ) ή ισότιμων σχολών της αλλοδαπής. Συνεπώς, δεν μπορεί οι μεταπτυχιακοί τίτλοι να αναγνωρίζονται «αλά καρτ», την ίδια στιγμή που αναγνωρίζονται και μάλιστα ως προσόν διορισμού όλα τα πτυχία.
Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ότι όλοι οι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα και ως εκ τούτου ζητάμε την απαλοιφή του δεύτερου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 9 του Ν/Σχ.